- ἀποτομῇ
- ἀποτομῆι , ἀποτομεύςmasc dat sg (epic ionic)ἀποτομήcutting offfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποτομή — cutting off fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποτομή — η (AM ἀποτομή) [αποτέμνω] 1. αποκοπή, απότμηση («ἀποτομή τῆς κεφαλῆς τοῡ Προδρόμου») αρχ. 1. τεμάχιο, τμήμα 2. διακλάδωση (νεύρων) 3. (για δρόμους) διασταύρωση 4. διακοπή (περιόδου του λόγου) … Dictionary of Greek
μεταλλαγή ή μετάλλαξη — Απότομη κληρονομήσιμη αλλαγή του γενετικού υλικού, η οποία μπορεί να συνοδεύεται από αλλαγές στον φαινότυπο ενός οργανισμού. Η μ. μπορεί να είναι τριών τύπων: γονιδιωματική ή μ. πλοειδίας, χρωμοσωμική και γονιδιακή ή σημειακή. Η πρώτη συνίσταται… … Dictionary of Greek
Κακιά Σκάλα — Απότομη και απόκρημνη ακτή του Σαρωνικού, νοτιοανατολική απόληξη των Γερανείων, που βρίσκεται Δ των Μεγάρων. Από την περιοχή αυτή περνούν η σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας Πελοποννήσου, η παλαιά και η νέα εθνική οδός Αθηνών Κορίνθου. Στην αρχαιότητα… … Dictionary of Greek
ἀποτομαῖς — ἀποτομή cutting off fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομαί — ἀποτομή cutting off fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομᾷ — ἀποτομή cutting off fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομήν — ἀποτομή cutting off fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομῶν — ἀποτομή cutting off fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρράκτης — I (Γεωλ.). Πτώση, μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης, της υδάτινης μάζας ενός ποταμού ή χειμάρρου στα σημεία εκείνα της διαδρομής του όπου υπάρχει αισθητά απότομη υψομετρική διαφορά στην κοίτη. Ο σχηματισμός ενός κ. οφείλεται σε πολλαπλές αιτίες.… … Dictionary of Greek